εναπόγραφος

εναπόγραφος
ἐναπόγραφος, -ον (AM)
μσν.
(στο Βυζ.) κατά πληθ. οἱ ἐναπόγραφοι ως ουσ.
τάξη πολιτών υποχρεωμένων να καλλιεργούν τη γη τών κυρίων τους, δουλοπάροικοι, δούλοι
| αρχ. ο γραμμένος σε κατάλογο, ο απογεγραμμένος.
επίρρ...
ἐναπογράφως (Μ)
ενώ είναι κανείς δούλος, εναπόγραφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐναπόγραφος — registered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπόγραφον — ἐναπόγραφος registered masc/fem acc sg ἐναπόγραφος registered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπογράφοις — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπογράφου — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπογράφους — ἐναπόγραφος registered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπογράφων — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπογράφῳ — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπόγραφοι — ἐναπόγραφος registered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”