- εναπόγραφος
- ἐναπόγραφος, -ον (AM)μσν.(στο Βυζ.) κατά πληθ. οἱ ἐναπόγραφοι ως ουσ.τάξη πολιτών υποχρεωμένων να καλλιεργούν τη γη τών κυρίων τους, δουλοπάροικοι, δούλοι| αρχ. ο γραμμένος σε κατάλογο, ο απογεγραμμένος.επίρρ...ἐναπογράφως (Μ)ενώ είναι κανείς δούλος, εναπόγραφος.
Dictionary of Greek. 2013.